- σκέπος
- -εος, τὸ, Ασκέπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σκέπας (βλ. και λ. σκέπας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκέπος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπός — ο, Ν 1. σκεπή 2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή:… … Dictionary of Greek
σκέπει — σκέπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκέπεϊ , σκέπος neut dat sg (epic ionic) σκέπος neut dat sg σκέπω pres ind mp 2nd sg σκέπω pres ind act 3rd sg σκεπάω cover pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) σκεπάω cover imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπεσι — σκέπος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκεπος — κατάσκεπος, ον (Α) κατασκεπασμένος. επίρρ... κατάσκεπα κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό σκεπος, φυλλό σκεπος] … Dictionary of Greek
φυλλόσκεπος — ον, Α καλυμμένος με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + σκεπος (< σκεπός «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος, φιλό σκεπος] … Dictionary of Greek
φιλόσκεπος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να είναι κάτω από σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα»), πρβλ. κατά σκεπος] … Dictionary of Greek
μισόσκεπος — η, ο σκεπασμένος κατά το ήμισυ, μισοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + σκεπος (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. ξέ σκεπος] … Dictionary of Greek
ολόσκεπος — η, ο ο εξ ολοκλήρου σκεπασμένος, στεγασμένος εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκεπός (< θ. σκεπ τού σκεπάζω), πρβλ. μισό σκεπος] … Dictionary of Greek
πευκόσκεπος — η, ο, Ν (για οίκημα) σκεπασμένος με στέγη από κλαδιά πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + σκεπος (< σκεπή), πρβλ. αχυρό σκεπος] … Dictionary of Greek